μεσάρης
Смотреть что такое "μεσάρης" в других словарях:
μεσάρης — ο, θηλ. μεσάρα μεσήλικος, μεσόκοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος + κατάλ. άρης] … Dictionary of Greek
μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… … Dictionary of Greek